λόρδωση

λόρδωση
Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως οφείλεται σε πάρεση των οσφυοϊερών μυών, άλλοτε αποτελεί αναπλήρωση κύφωσης της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και ορισμένες φορές συνοδεύει χρόνια πάθηση του ισχίου.
* * *
η (Α λόρδωσις) [λορδώ]
η υπερβολική προς τα εμπρός κύρτωση τής σπονδυλικής στήλης λόγω τής οποίας προκαλείται κοίλανση τής ράχης και κλίση τού άνω μέρους τού σώματος προς τα πίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λόρδωση — η (ιατρ.), κύρτωση προς τα εμπρός της σπονδυλικής στήλης: Η ακτινογραφία έδειξε ότι πάσχει από λόρδωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λορδωσικός — ή, ό [λόρδωσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λόρδωση 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λόρδωση …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”