- λόρδωση
- Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως οφείλεται σε πάρεση των οσφυοϊερών μυών, άλλοτε αποτελεί αναπλήρωση κύφωσης της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και ορισμένες φορές συνοδεύει χρόνια πάθηση του ισχίου.
* * *η (Α λόρδωσις) [λορδώ]η υπερβολική προς τα εμπρός κύρτωση τής σπονδυλικής στήλης λόγω τής οποίας προκαλείται κοίλανση τής ράχης και κλίση τού άνω μέρους τού σώματος προς τα πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.